SlothPeople
Κατά Τεγόπουλο - Φυτράκη: γείτονας (ο) ουσ. θηλ. γειτόνισσα [<αρχ. γείτων] (πληθ. γείτονες και γειτόνοι) (Κ ο, η γείτων, -ονος) αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε άλλον: μιλούνε και οι δυο μαζί κι ακούνε οι γειτόνοι (Κ. Σκόκος) (για χώρες) όμορος: τι θα γίνει, λοιπόν, με τη γείτονα και φίλη Τουρκία; (για αδιάφορους) μα...