Όπως κάθε επαρχιώτης φοιτητής έτσι κι εγώ πήγα το καλοκαίρι για διακοπές πίσω στη μητέρα πατρίδα (καλά, κάθε γη πατρίδα λέμε, αλλά άλλο φρούτο τα Χανιά), να δω γονείς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς και να ξεκουραστώ κι εγώ από την ταλαιπωρημένοι ζωή του Έλληνα φοιτητή (τι τραβάμε κι εμείς...) Οι διακοπές ξεκινάνε λίγο στραβά γιατί σκέφτομαι «ποίοι θα ναι κάτω, ποιους θα δω, πω ρε πάλι σπίτι να μου σπάνε τα νεύρα, δε θα χω τι να κάνω, θα λείπουν οι μισοί» κτλ κτλ.
Δεν πάει όμως τίποτα εκεί στραβά (αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι έπεσε πάνω μου το ΚΤΜ) και η πίστη μου στο νόμο του Murphy αρχίζει να κλονίζεται.
Οι διακοπές τέλειωσαν, ήταν ενάμισης χαρούμενος μήνας (φάγαμε κιόλας σαν τους ανθρώπους σπιτικό φαγητό κι όχι εστίας ή σουβλάκια/πίτσες, πίτσες/σουβλάκια) και ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω.
Ε, είχαν φύγει κι όλοι σιγά σιγά και ερήμωνε από γνωστούς η πόλη, έχω και εξεταστική και πρέπει να ανοίξω και κανένα βιβλίο, να δω και κανένα εδώ, τα γνωστά.
Επιβιβαζόμαστε στο πλοίο και αρχίζει το πολύωρο ταξίδι της επιστροφής. Ευτυχώς είχα και παρέα, γιατί αλλιώς δεν παλεύεται το άτιμο, και κατά τα ξημερώματα δένουμε Πειραιά.
Παίρνουμε μια τζούρα από το γνωστό μυρωδάτο αέρα του λιμανιού και με ένα χαμόγελο (αν και κουρασμένοι) ξεκινάμε για το σπίτι... Η επιστροφή ομολογουμένως (όπου και να ναι) είναι όμορφη.
Φτάνω και στο σπίτι μετά από μικρή ταλαιπωρία ευρέσεως ΤΑΧΙ (είναι και πολλά πράγματα, τι να γίνει) και λέω «Ωραία, έχω να ρίξουμε κάάάτι ύπνους σήμερα!» και ανεβαίνω πάνω. Κι εδώ αρχίζουν τα όμορφα...
Ανοίγει η πόρτα και με καταλαμβάνει μια μυρωδιά έντονης κλεισούρας. Τι σκατά... κλεισούρα είναι αυτό ή... Και φυσικά ήταν το δεύτερο. Ο θερμοσίφωνας έχει τρυπήσει και σιγά σιγά αδειάζει τα νερά του στο πατάρι.
Από το πατάρι χύνονται στον τοίχο και περνώντας πάνω/δίπλα/μέσα από τον πίνακα του ηλεκτρικού πάνε στο παρκέ που έχει το υπνοδωμάτιο και το κάνουν πίστα για ΒΜΧ (είναι μικρό δωμάτιο να βάλουμε μηχανές γι’αυτό).
Να βρωμάει το ξύλο μούχλα, να έχει γίνει ο τοίχος κι από τις δύο μεριές άχρηστος, να έχουν πετάξει τα χρώματα από τέσσερις-πέντε διαφορετικούς τοίχους, να έχουν μουχλιάσει κάτι άπλυτα που τα βρήκε το νερό στην τουαλέτα, να έχει σκάσει το κούφωμα της πόρτας του λουτρού και να μην κλείνει και διάφορα τέτοια ευχάριστα!
Ε, και το «Αχ τι ωραία που γυρνάμε πίσω» διαδέχονται βρισιές, καντήλια, κατάρες, απογοήτευση, πανικός, αγανάκτηση κτλ κτλ.
Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ αρχίζω να οργανώνομαι. Παίρνω υδραυλικό να φτιάξει το θερμοσίφωνο για αρχή. Έρχεται, φέρνει ένα καινούργιο, το βάζει αλλά δεν κάνει την ηλεκτρική εγκατάσταση γιατί είναι ο πίνακας άστα να πάνε...
Καλώ λοιπόν και ηλεκτρολόγο να κάνει κάτι και μας λέει ότι θέλει αντικατάσταση όλος ο πίνακας, το οποίο έχει κόστος 80.000 δραχμές περίπου.
Το αφήνω αυτό λοιπόν στην άκρη και συνεχίζω με ό,τι έχω (ζεστό νερό για μπάνιο δεν έχει και πάλι καλά που κάνει ζέστη και δεν έπαθα τίποτα με το κρύο ντους).
Επικοινωνώ λοιπόν με τον ιδιοκτήτη, λέμε τι έγινε και συνεννοούμαστε ότι θα έρθει να δει το σπίτι και θα αναλάβει για όλες τις ζημιές. Και μιας και είναι και ο ίδιος ηλεκτρολόγος θα έρθει να δει τον πίνακα.
Ε, τι να κάνουμε, στο περίμενε δύο μέρες μέχρι να έρθει και μένει μόνο κρύο νερό για μπάνιο (προπόνηση για το στρατό, μη μασάς).
Έρχεται ο άνθρωπος, αλλά έρχεται στις 8:30 πρωί πρωί! Κάτσε κύριος, εγώ εχθές κοιμήθηκα στις 05:00, πώς με ξυπνάς εσύ έτσι βάρβαρα;
Τέλος πάντων, βλέπει το σπίτι, γίνεται η συνεννόηση και λέει αύριο θα έρθω με πατωματζή. Όμορφα, καλά προχωράει το χάλι, άντε γιατί και από βδομάδα γράφω...
Ξανάρχεται την επόμενη πάλι στις 08:00! Μα καλά δεν μπορεί να κοιμηθεί κανείς σ αυτό το σπίτι πάνω από τέσσερις ώρες; Τι να κάνω, ξυπνάω...
Κανονίζει ό,τι είναι να κανονίσει για το πάτωμα, για το βάψιμο, φτιάχνει και τον πίνακα και επιτέλους μπορώ να κάνω μπάνιο! Ωραία λέω, άντε να φτιάξει και το πάτωμα, να καθαρίσουμε και θα είμαστε μια χαρά.
Τι θα γίνει λοιπόν με το πάτωμα; Μα φυσικά στις 08:00 το πρωί θα έρθει ο μάστορας να ξεκινήσει τις εργασίες. Ε, εντάξει ας ξυπνήσω άλλη μια φορά πρωί πρωί (3η στη σειρά), τουλάχιστον τώρα το περιμένουμε και θα κοιμηθώ νωρίς.
Αμ δε! Αφού το βράδυ κάτι θα κάνουμε, και μετά θα μαζευτούμε σπίτι (το οποίο φυσικά είναι άνω κάτω αλλά δεν πειράζει και πολύ κανένα) να δούμε και καμιά ταινία. Με αυτά και μ' αυτά πάει πάλι 04:00-05:00 τα ξημερώματα...
Ε δεν πειράζει, και με τρεις ώρες ύπνο αντέχω, πρώτη φορά θα ναι; Όμως για να μαι σίγουρος ότι θα ξυπνήσω και δε θα έρθουν να κουτουλήσουν οι μάστορες βάζω και το ξυπνητήρι οκτώ παρά και πέφτω για ύπνο.
Καταφέρνω όμως να ανοίξω τα μάτια μου στις 09:20 και με πιάνει ο πανικός γιατί λέω «κι αν ήρθαν τώρα αυτοί στις 8 κι εγώ κοιμόμουν και δεν άκουσα; Όχι ρε γαμώτο, σκατά έγινε η υπόθεση».
Μες την απογοήτευση και τον πανικό, ελπίζοντας ότι αυτοί άργησαν και θα έρθουν όπου να’ναι δεν κλείνω μάτι και περνάει η ώρα περιμένοντας. Περίμενε περίμενε πάει 11:00 και χτυπάει το κουδούνι, η λύτρωση! Έρχεται ο ιδιοκτήτης μόνος του, πουθενά μάστορες...
«Έχει ένα πρόβλημα ο μάστορας και μας καθυστερεί, πώς θα φέρει τα υλικά και κάτι τέτοια...» Όχι ρε γαμώτο! κι εγώ είμαι ξύπνιος τόση ώρα, αγχωμένος και αυτοί είναι που μας καθυστερούνε... Τέλος πάντων ας το καταπιούμε κι αυτό.
Παίρνει ο ιδιοκτήτης τηλέφωνο το μάστορα μπλα μπλα, μπλα μπλα, «οκ πάω να δω τί θα κάνω», κλείνει το τηλέφωνο και φεύγει. Λέω κι εγώ όπου να’ναι θα’ρθει, αναγκαστικά θα περιμένω ξύπνιος γιατί αν κοιμηθώ δεν θα σηκωθώ ούτε με κανόνια.
Περιμένω, περιμένω, περιμένω... Αρχίζω πάλι να απογοητεύομαι, σκέφτομαι να την πέσω για ύπνο και ενώ έχει περάσει περίπου μιάμιση ώρα «ντριιιιν» να’το και το κουδούνι!
Έρχεται με τα υλικά, να ξεκινήσουν τη δουλειά. Φτιάχνουν το πάτωμα για να μπούνε τα πλακάκια, «οκ θα έρθουμε αύριο να βάλουμε τα πλακάκια» (στις 08:00 φυσικά!) Ε καλά άντε γιατί αυτό θα’ναι το τελευταίο.
Έρχονται, ξυπνάω, «α, το πάτωμα δεν έχει στεγνώσει καλά, θα περάσουμε το απόγεμα» ‘@##$%&$$#*#%^’ εγώ από μέσα μου.
Έρχονται πάλι το απόγεμα και βάζουν τα πλακάκια, χαρές και πανηγύρια, «θα έρθουμε αύριο να τα στοκάρουμε, μην τα πατήσετε μέχρι τότε», «οκ καλά».
Έρχονται το απόγεμα το τελειώνουν κι επιτέλους είναι έτοιμο το σπίτι!
Έτοιμο; Ε όχι και τόσο. Οι τοίχοι με ξυσμένη τη μπογιά, το ξύλινο πάτωμα στο μπαλκόνι μαζί με τρεις εσωτερικές πόρτες, όλα τα πράγματα των δύο δωματίων στριμωγμένα σε ένα και γενικότερα το σπίτι είναι όπως ακριβώς μια οικοδομή στα τελειώματα, μόνο που εγώ μένω εκεί.
Ε δεν πειράζει, παίρνει δυο μέρες η όλη ανακατασκευή του σπιτιού (σκουπίσματα, σφουγγαρίσματα, τακτοποίηση επίπλων κτλ κτλ) και η διαβίωση γίνεται ανεκτή (για την περίοδο της εξεταστικής τουλάχιστον) γιατί μετά το σπίτι θέλει βάψιμο.
Έρχεται κι ο μπογιατζής, άντε πάλι να κουνάμε τα έπιπλα, άντε να έρθει αυτός να βάψει, να περιμένω και μιάμιση μέρα να στεγνώσει καλά, να ξαναμπούν τα έπιπλα στη θέση τους, να καθαριστεί ανθρωπινά το σπίτι και μια βδομάδα μετά την εξεταστική (που αρχίζει να ξεμυρίζει ουσιαστικά) είμαστε όπως ήμασταν! Θαυμάσια!!!
Η χειρότερη επιστροφή του κόσμου! Άντε και του χρόνου, κι αν είναι σαν και φέτος θα έχετε μείον έναν αρθρογράφο μου φαίνεται (καλά, μην χαίρεστε και τόσο!)
Το WebSloth.gr ξαναζεί
Το WebSloth ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά χιουμοριστικά site. Ξεκίνησε το 2000, και η τελευταία του δημοσίευση ήταν το 2003. Αξίζει να θυμηθούμε πως τότε ακόμα δεν είχαμε καν ADSL στην Ελλάδα, μπαίναμε στο ίντερνετ με dial-up.
Για μερικά χρόνια αργότερα, τα άρθρα του WebSloth, τα οποία αγάπησε σημαντικός αριθμός επισκεπτών, παρέμειναν στο εγκαταλειμμένο site. Όμως το hosting δεν ήταν δωρεάν, ούτε η ανανέωση του domain, και αναπόφευκτα κάποια στιγμή το site κατέβηκε.
Ενώ κάποια τρίτα site και blog έχουν κάνει σκόρπιες αναδημοσιεύσεις, ήταν δύσκολο για κάποιον να βρει και τις 360+ αρχικές δημοσιεύσεις.
Αυτό το project είναι μια αναβίωση του WebSloth, με το αρχικό domain, και τα αυθεντικά άρθρα των Klidge, Icegubs, και των λοιπών συντελεστών.
Όπως καταλαβαίνετε, ορισμένα από τα άρθρα δείχνουν την ηλικία τους, καθώς δημοσιεύτηκαν 15-18 χρόνια πριν, όταν το διαδίκτυο στην Ελλάδα, αλλά και η τεχνολογία γενικότερα, ήταν αρκετά διαφορετικά.
Αν δούμε πως υπάρχει ενδιαφέρον από τους αναγνώστες, θα φροντίσουμε να παράγουμε και νέα άρθρα, στο ίδιο ύφος που αγαπήσατε.